αἰωρεῖται

αἰωρεῖται
αἰωρέω
lift up
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ARA — I. ARA Tria fuerunt Veterum in sacrificiis loca, per quae expiationem faciebant, Scrobiculus, quô Inferis: Ara, quâ terrestribus, et Altare seu Focus, quô Caelestibus factum est. Hinc Vir eruditus ad Iustinum l. 11. c. 5. Altare quid augustius et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… …   Dictionary of Greek

  • αιώρημα — το (Α αἰώρημα) [αἰωρῶ] 1. αυτό που αιωρείται στο κενό, που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η αιώρα 2. Χημ.. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη φάση) που αιωρούνται μέσα σε ένα υγρό ή αέριο (μέσο διασποράς) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αιώρηση — η (Α αἰώρησις) το να αιωρείται να ταλαντεύεται κάποιος ή κάτι, παλίνδρομη κίνηση στον αέρα νεοελλ. 1. (ως γυμναστική άσκηση) η ταλάντευση τού σώματος ως εκκρεμούς από μονόζυγο 2. (στη γλώσσα τών ναυτικών) η ανάρτηση τών κρεμαστών κλινών για την… …   Dictionary of Greek

  • ακάνθινος — η, ο και αγκάθινος, η, ο (Α ἀκάνθινος, ίνη, ον) [ἄκανθα] φτιαγμένος με αγκάθια «ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον» αρχ. 1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιομαντεία — η η μαντική τέχνη που χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της μαγικό δακτύλιο ο οποίος αιωρείται πάνω από έναν πίνακα με τα γράμματα τού αλφαβήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + μαντεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθανάσιο Σταγειρίτη] …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • εναιώρημα — Βλ. λ. αιώρημα. * * * το (Α ἐναιώρημα) 1. αυτό που αιωρείται μέσα ή επιπλέει στην επιφάνεια υγρού 2. (φαρμ.) διάλυμα στερεάς ουσίας που τα μόριά της δεν διαλύονται στο υγρό αλλά μετεωρίζονται μέσα σε αυτό 3. ιατρ. το εξωτερικό μέρος συσκευής που… …   Dictionary of Greek

  • επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”